Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2007

Το παράθυρο



Κυριακή. Είχαμε κατέβει στο Φάληρο για βόλτα – εκεί στον Φλοίσβο.
Περπατήσαμε κοντά στην όχθη, χαζέψαμε την παιδική χαρά, καθίσαμε σε παγκάκι και αγναντεύαμε την θάλασσα.

Κάποια στιγμή γύρισα και κοίταξα προς τα πίσω.

Πολύβουη περνούσε μπροστά μου η Ποσειδώνος, χείμαρρος αυτοκινήτων. Αλλά πίσω από αυτήν είδα κάτι που πάγωσε τον χρόνο και έκανε τον τόπο να μοιάζει ψεύτικος.

Εκεί, ανάμεσα στις τεράστιες πολυκατοικίες, σφηνωμένη, ξεχασμένη, μια μονοκατοικία με κήπο. Ένα αρχοντικό από άλλες εποχές. Κανείς δεν το είχε «αξιοποιήσει».

Πέρασα με κόπο απέναντι, να το δω από κοντά. Να το φωτογραφήσω ολόκληρο ήταν αδύνατον – εκτός κι αν κάποιος έκοβε την κυκλοφορία.

Ένα παράθυρο μισάνοιχτο και πίσω από το τζάμι, σκιά, μία γηραιά κυρία.



Κάποτε από εκεί θα αγνάντευε ανεμπόδιστα την θάλασσα – τώρα βλέπει τα αυτοκίνητα, το τραμ, τα κτίσματα των κέντρων της ακτής. Δεν ξέρω αν το βλέμμα της φτάνει ως την παραλία.

Ατενίζοντας το σπίτι, θυμήθηκα ένα ποίημα παλιό που με ταξίδεψε σε άλλες εποχές, σε άλλες γειτονιές:

Σαν μοίρα κάθεται μία γριά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού…
Καμπάνα ακούγεται μακριά…

Στο σύννεφο το βυσσινί
θα πέσει ο ήλιος να κρυφτεί
Ψαλμός ακούγεται η φωνή
του τελευταίου πραματευτή.

Όλα σταμάτησαν εκεί
αργεί πολύ να’ρθεί η βραδιά.
Πώς έχω την ψυχή βαριά,
το δειλινό, την Κυριακή.




Ήταν δειλινό Κυριακής και η ψυχή μου ήταν βαριά. Αλλά ούτε πραματευτής υπάρχει πια, ούτε καμπάνα θα ακουγόταν μέσα στην βουή.

_____________________________________________________